Ρενς

Ρενς
(Reims). Πόλη της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Μάρνη, γνωστή για τον καθεδρικό της ναό (1211-1480), ένα από τα ωραιότερα δείγματα του γαλλικού γοτθικού ρυθμού. Βρίσκεται στην Καμπανία, στη δεξιά όχθη του Βελ, και πάνω στην πλωτή διώρυγα Μάρνη-Eν. Η παλαιά πόλη αποτελείται από δύο πυρήνες, τον ένα γύρω από τον καθεδρικό ναό και στο Δημαρχείο, και τον άλλο γύρω από τις μονές του Σεν-Pεμί και του Σεν-Νικαίζ, οι οποίοι είχαν ενωθεί σε ένα μοναδικό κέντρο ήδη από τον 12o αι., που επεκτάθηκε τον 17o αι. προς τον ποταμό. Σε πιο πρόσφατη εποχή διευρύνθηκε, έως ότου έφτασε τη σημερινή έκτασή της με την κατασκευή πλατιών λεωφόρων και πολυάριθμων βιομηχανικών και αστικών συνοικιών. Η πόλη, που υπήρχε και πριν από τη ρωμαϊκή αποίκιση, οπότε ονομαζόταν Durocortorum, πήρε το σημερινό της όνομα μεταξύ του 3ου και 4ου αι. π.X. από τους Γαλάτες, Ρήμους, των οποίων ήταν το κυριότερο κέντρο. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε σ’ αυτήν τον 3o αι. και το 400 χτίστηκε μια εκκλησία, που στη θέση της αργότερα οικοδομήθηκε ο καθεδρικός ναός στον οποίο βαφτίστηκε την ημέρα των Χριστουγέννων του 496, ο Κλόβις, βασιλιάς των Φράγκων. Αργότερα επικράτησε η συνήθεια να γίνεται εκεί η στέψη των βασιλιάδων των Φράγκων και της Γαλλίας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, υπέστη για μεγάλο διάστημα βομβαρδισμούς από το γερμανικό πυροβολικό, που προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές. Εκτός από τον καθεδρικό ναό, η πόλη έχει πολλά άλλα μνημεία μεγάλου καλλιτεχνικού και ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως η Πύλη του Αρη και η Aψίδα του Θριάμβου, ρωμαϊκής εποχής, ο ναός του αβαείου του Σεν-Ρεμί (11ου αι., που σήμερα έχει ανοικοδομηθεί κατά σημαντικό μέρος) και το Δημαρχείο (1627-30). Μεταξύ των διάφορων πνευματικών ιδρυμάτων ξεχωρίζουν το Μουσείο Καλών Τεχνών, το Μουσείο της αρχαίας Ρ. και η Βιβλιοθήκη Καρνέγκι· η Ρ. είναι έδρα πανεπιστήμιου από το 1549. Η οικονομία της πόλης βασίζεται κυρίως στην παραγωγή κρασιών, για την οποία είναι ονομαστή η περιοχή της Καμπανίας, αλλά και σε άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως η υφαντουργία και η εριουργία, που άνθιζαν ήδη από τον Μεσαίωνα, η χαρτοποιία και τα είδη υπόδησης και ιματισμού. Ο καθεδρικός ναός της Ρενς, αριστούργημα γοτθικής αρχιτεκτονικής, που άρχισε να χτίζεται το 1211. Τμήμα του δυτικού θυρώματος. Η γοτθική γλυπτική στη Γαλλία φτάνει στην πλήρη εκφραστική αυτονομία της στο 12o και στο 13o αιώνα, κυρίως στη Ρενς και στη Σαρτρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Εκατονταετής πόλεμος — Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Είχε χαρακτήρα δυναστικό, εθνικό και οικονομικό. Ξέσπασε με τον θάνατο του Καρόλου Δ’ …   Dictionary of Greek

  • Καμπανία - Αρδένες — (Campagne Ardenne). Διοικητικό διαμέρισμα της βορειοανατολικής Γαλλίας (25.606 τ. χλμ., 1.342.363 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα το Σαλόν αν Σαμπάν (46.700 κάτ. το 2003· παλαιότερα ονομαζόταν Σαλόν σιρ Μαρν). Συνορεύει στα ΒΑ με το Βέλγιο, στα Α με… …   Dictionary of Greek

  • Μασό, Γκιγιόμ ντε — (Guillaume de Machault ή Machaut, Μασό, Αρδένες περ. 1300 – Ρενς 1377). Γάλλος ποιητής και συνθέτης. Σπούδασε θεολογία και κατόπιν έγινε κληρικός στη Ρενς. Η ποιητική και μουσική του δραστηριότητα του εξασφάλισε την εύνοια και την προστασία… …   Dictionary of Greek

  • Ροβέρτος — I Λατίνος αυτοκράτορας (1221 28) της Κωνσταντινούπολης. Eξελέγη αυτοκράτορας από τους βαρόνους, μετά την άρνηση του μεγαλύτερου αδελφού του Φίλιππου να αναλάβει το αξίωμα. Η διαρκής όμως πίεση του Βατάτζη και του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου, τον …   Dictionary of Greek

  • Ταλεϊράνδος — (Talleyrand ή Taleyrand). Προσωνυμία που πήραν στις αρχές του 12ου αι., πολλά μέλη του γαλλικού ηγεμονικού οίκου των Περιγκόρ. Από την οικογένεια αυτή τα αξιολογότερα μέλη ήταν: 1. Ερρίκος (1599 – 1626). Αρχιιματιοφύλακας του Λουδοβίκου ΙΓ’. Πήρε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”